Καντ, Ιμάνουελ

Καντ, Ιμάνουελ
(Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που είναι και τα κυριότερα. H φιλοσοφία του ονομάστηκε κριτική φιλοσοφίακριτικισμός. Έζησε και πέθανε στο Κένιξμπεργκ της Πρωσίας (σημερινό Καλίνινγκραντ της Ρωσίας), όπου γεννήθηκε. Έμεινε άγαμος και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη μελέτη, στη διδασκαλία και στον στοχασμό. Ύστερα από μια περίοδο προκριτική, σφραγισμένη από την επίδραση του Βολφ και του Λάιμπνιτς, αφυπνίστηκε, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, από τον δογματικό ύπνο του, μετά την ανάγνωση του Χιουμ. Έτσι, σε ηλικία 57 ετών και μέσα σε μία δωδεκαετία ανέπτυξε μια σκέψη που εισήγαγε μια νέα προβληματική. H φιλοσοφία, κατά την αντίληψή του, δεν έχει σκοπό να επεκτείνει τη γνώση μας για τον κόσμο, αλλά να εμβαθύνει τη γνώση μας για τον άνθρωπο. Μόνο αναλύοντας τις δυνατότητες του πνεύματος ο άνθρωπος θα μάθει σε τι είναι ικανός, τι μπορεί να γνωρίσει, τι οφείλει να κάνει, τι επιτρέπεται να ελπίζει. Στην Κριτική του καθαρού λόγου ο Κ. εξετάζει τις ικανότητες γνώσης του πνεύματος. H επιστήμη υπάρχει, φτάνει μέχρι τη βεβαιότητα και επιτυγχάνει τη συμφωνία των πνευμάτων. Ο Ντεκάρ ήταν o πρωταγωνιστής της επιστήμης στη νεότητά της· ο Κ. υπήρξε o αναλυτής μιας επιστήμης που ενηλικιώθηκε από την εποχή του Νεύτωνα. Στη φιλοσοφία δεν συμβαίνει το ίδιο: υπάρχουν τόσες μεταφυσικές όσοι μεταφυσικοί φιλόσοφοι. Για να διαπιστωθεί αν αυτό συμβαίνει από καθαρή ιστορική σύμπτωση ή εξαιτίας της ίδιας της φύσης της μεταφυσικής, πρέπει να εξεταστεί με ποιους όρους είναι δυνατή η επιστήμη, καθώς και αν η μεταφυσική ικανοποιεί αυτούς τους όρους. H Κριτική του καθαρού λόγου αποβλέπει να καθορίσει τα όρια της αντικειμενικής χρήσης της νοητικής λειτουργίας και πώς η τελευταία καταλήγει σε μια γνώση. H ανάλυση της επιστημονικής γνώσης πιστοποιεί ότι αυτή προϋποθέτει δύο όρους: αισθήματα (ή αισθητικές εμπειρίες) και έννοιες. Από τον εμπειρισμό o Κ. διατήρησε την αρχή ότι κάθε γνώση αρχίζει με την εμπειρία. H αισθητικότητα είναι η καθαρή δεκτικότητα, η ικανότητα πρόσληψης των παραστάσεων με τον τρόπο που ερεθίζουν τα αισθητήριά μας όργανα, παρέχοντας το υλικό της γνώσης. Όμως, από το γεγονός ότι η γνώση αρχίζει από την εμπειρία δεν έπεται ότι η γνώση προκύπτει ολοκληρωμένη από την εμπειρία. Η κατάληξη στη γνώση απαιτεί τη σύνδεση με την ποικιλία των αισθημάτων· αυτός είναι και o ρόλος του πνεύματος. Το πνεύμα, επομένως, είναι αυτό που συγκροτεί τη γνώση. H κοπερνίκεια επανάσταση του Κ. παρουσιάζει τα πράγματα να περιστρέφονται γύρω από το πνεύμα και όχι το πνεύμα γύρω από τα πράγματα. To σκεπτόμενο υποκείμενο δεν είναι το εμπειρικό, ψυχολογικό υποκείμενο, αλλά ένα επιστημολογικό και καθολικό υποκείμενο, το οποίο ο Κ. ονόμασε υπερβατολογικό. To «σκέπτομαι» που συνοδεύει όλες τις παραστάσεις μας δεν είναι μια ουσία, αλλά είναι καθαρά μορφολογικό. Ενώνω σημαίνει επιβάλλω στην ύλη μια μορφή. H μορφή αυτή είναι οι συγκροτημένες από το πνεύμα έννοιες, που αποτελούν τρόπους ενοποίησης – ιδιαίτερα οι γενικότερες από τις έννοιες αυτές, τις οποίες ο Κ. ονόμασε κατηγορίες. Το πνεύμα είναι συνθετική ικανότητα a priori, σύστημα κατηγοριών. Γνωρίζω σημαίνει συγκροτώ αισθήματα στα πλαίσια μιας έννοιας. Η φράση «ο ήλιος ζεσταίνει την πέτρα», αποκαλύπτει την ύπαρξη οπτικών, απτικών κ.ά. αισθημάτων (ήλιος, ζεστή πέτρα) που ενοποιούνται με μια έννοια, στην προκειμένη περίπτωση την αιτιότητα. Η μαθηματική επιστήμη, ωστόσο, δεν φαίνεται να περιέχει στοιχεία που να προέρχονται από την εμπειρία. O Κ. το αναγνώρισε αυτό. Δεν έπεται από αυτό ότι τα μαθηματικά δεν έχουν τίποτα το αισθητικό. Αν δεν συνεπάγονται αισθητική εποπτεία στην κυριολεξία, τουλάχιστον προϋποθέτουν εποπτείες ειδικής κατηγορίας, είδη εποπτειών a priori, καθαρές εποπτείες. Υπάρχουν πραγματικά προϋποθέσεις ως νόμοι της ικανότητας του ανθρώπου να δέχεται αισθήματα: οι καθαρές αυτές μορφές a priori της αισθητικότητας, όπως τις ονόμασε ο K., είναι ο χώρος και ο χρόνος. Δεν προέρχονται από την εμπειρία, αφού κάθε εμπειρία τις προϋποθέτει. Εξάλλου, δεν είναι ούτε έννοιες, γιατί το πνεύμα δεν τις συγκροτεί. Είναι ολοκληρωτικά δεδομένες. Είναι όροι κάθε αισθητικής λειτουργίας, έμφυτοι στην αισθητικότητά μας. Ο χώρος και ο χρόνος αποτελούν τα εποπτικά στοιχεία των μαθηματικών. Αυτό εξηγεί την ανταπόκρισή τους στον κόσμο και το ότι σχηματίζουν το πλαίσιο της γνώσης για το σύμπαν. Όσο για τη μεταφυσική, δεν συνεπάγεται καμία αισθητική εποπτεία, γιατί είναι γνώση μέσα από έννοιες. Ό,τι όμως η νόηση εξάγει από την ίδια τη φύση της, χωρίς να το λαμβάνει από την εμπειρία, δεν μπορεί να της χρησιμεύσει παρά για εμπειρική χρήση. Οι έννοιες της μεταφυσικής δεν έχουν καμία αισθητική εφαρμογή. Ο Κ. τις ονόμασε ιδέες του Λόγου, για να τις διακρίνει από τις έννοιες της νόησης. Η μεταφυσική ως επιστήμη είναι λοιπόν αδύνατη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άχρηστη. Πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στο γνωρίζω και στο σκέπτομαι, καθώς η λειτουργία της σκέψης εκτείνεται πολύ πέρα από τη γνώση. Η διάνοια υπόκειται σε όρους ειδικούς, εφόσον θέλει να καταλήξει σε μια επιστημονική γνώση. Όμως, ανεξάρτητα από την εφαρμογή της στην εμπειρία, διατηρεί ένα καθαρά δικό της περιεχόμενο, μια ικανότητα να δημιουργεί και να συνδέει έννοιες, ακόμα και να προβάλλει αντικείμενα μέσα από ιδέες. Πέρα από τα φαινόμενα υπάρχουν πράγματα καθαυτά ή νοούμενα, που ο άνθρωπος μπορεί να τα σκέπτεται χωρίς να τα γνωρίζει αντικειμενικά. Στην Κριτική του πρακτικού λόγου και στις Βάσεις της μεταφυσικής των ηθών, o Κ. εξηγεί ότι αυτή η νοητική πραγματικότητα, που δεν είναι εφικτή παρά με τη θεωρητική νόηση, προσεγγίζεται με τον πρακτικό Λόγο, δηλαδή με την ηθική ύπαρξη. Όπως η επιστήμη, έτσι και η ηθική υπάρχει και σκοπός του φιλόσοφου δεν είναι να τη δημιουργήσει αλλά να βρει τη βάση της. Η ηθική δεν είναι ούτε φυσική ούτε επιστήμη των ηθών, αλλά μεταφυσική των ηθών: δεν καταγίνεται με το τι υπάρχει, αλλά με το τι πρέπει να υπάρχει. Αυτό που πρέπει να υπάρχει δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην εμπειρία, σε κάποια ψυχολογία, κοινωνιολογία ή ακόμα και ανθρωπολογία, αφού δεν θα μπορούσε να εξαχθεί από το υπαρκτό αυτό που πρέπει να υπάρχει. Πρόκειται λοιπόν, κατά τον K., για το πρόβλημα της ταυτόχρονης αναφοράς στην ηθική εμπειρία των ανθρώπων (αφού η ηθικότητα είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα) και της εκμαίευσης από τις ηθικές κρίσεις της συνείδησης του καθολικού μορφολογικού στοιχείου που τις προσδιορίζει. Η κοινή συνείδηση δεν θεωρεί ως ηθικά τα δώρα της φύσης ή της τύχης, τα πνευματικά ταλέντα, τις επιτυχίες μέσα στο κοινωνικό σύνολο, γιατί τα ίδια δεν καθορίζουν τον τρόπο χρήσης τους από τη θέληση. To μόνο που είναι από μόνο του καλό είναι η καλή θέληση· όχι η απλή πρόθεση ή τάση, αλλά η αγαθοεργή θέληση, η θέληση που κάνει το καλό. Τι είναι λοιπόν μια θέληση απόλυτα αγαθή; Δεν μπορεί να είναι η θέληση για την πραγμάτωση ενός οποιουδήποτε καλού, γιατί μια τέτοια θέληση δεν επιβάλλει παρά μια υποθετική ή με όρους παρότρυνση. Η ηθική όμως προστάζει χωρίς όρους: η προσταγή της είναι κατηγορηματική και μια τέτοια προσταγή δεν μπορεί να είναι παρά η θέληση απόλυτης υποταγής στο καθήκον. Η ηθικότητα βασίζεται στην ενέργεια με κίνητρο τον καθαρό σεβασμό του καθήκοντος και όχι μόνο σύμφωνα με το καθήκον: η υποκειμενική αρχή της θέλησης συμπίπτει έτσι με τον αντικειμενικό νόμο του καθήκοντος. Η αντίληψη αυτή της ηθικότητας δεν θέτει αυτόν που δρα σύμφωνα με το ηθικό κριτήριο κάτω από μια εξουσία εξωτερική στον ίδιο, αλλά αντίθετα προϋποθέτει την αυτονομία του. Το κύρος του καθήκοντος δεν είναι άλλο από το κύρος του πρακτικού Λόγου. Εδώ αποκαλύπτεται η βαθύτερη φύση της νόησης που προσφέρει νόμους, που είναι «νομοθετική a priori». Εξυψώνοντας τον άνθρωπο πάνω από την αίσθηση, η νόηση τον αναδεικνύει ως ον που έχει σκοπούς, που είναι αυτό το ίδιο σκοπός (δηλαδή πρόσωπο) και όχι απλώς μέσον. Η ηθικότητα βασίζεται στον σεβασμό των προσώπων, έτσι που η κατηγορική προσταγή μπορεί να διατυπωθεί με την ακόλουθη μορφή: «Να ενεργείς έτσι που να μεταχειρίζεσαι την ανθρωπότητα, στο πρόσωπό σου όπως στο πρόσωπο των άλλων, ως έναν σκοπό και ποτέ ως ένα απλό μέσο». Η καντιανή ηθική είναι πάνω από όλα προσωποκρατική, καθώς επίσης και μια ηθική αποστολής. Αν ο άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί μόνο τον κόσμο των Ιδεών (τον νοητό κόσμο) και όχι να τον γνωρίσει, είναι γιατί η αποστολή του στη Γη δεν είναι η παρατήρηση αλλά η πραγμάτωση μέσω της πρακτικής δράσης. H ελευθερία είναι η διείσδυση του νοητού μέσα στο αισθητό, ενώ η ηθική πηγαίνει ακόμη πιο μακριά. Ό,τι δεν γνωρίζουμε εποπτικά, δηλαδή την ύπαρξη του Θεού, την ανθρώπινη ελευθερία, την αθανασία της ψυχής, μας υποχρεώνει να το απαιτούμε. Αλλά τα αιτήματα αυτά του πρακτικού Λόγου είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα υποκατάστατο της αντικειμενικής γνώσης, που μας είναι αποκλεισμένη. Αν υπάρχει, κατά τον K., μια πρωταρχική εξουσία του πρακτικού λόγου, αν το πρακτικό ενδιαφέρον είναι το πιο υψηλό ενδιαφέρον της νόησης, εφόσον θέτει και απαιτεί τον Θεό, την ελευθερία και την αθανασία (που δεν δημιουργούν την ηθική αλλά αποτελούν εγγύηση της επιφανούς αξίας της), η νόηση, κατά κάποιον τρόπο, θέτει και απαιτεί τον εαυτό της. Οι δύο πρώτες Κριτικές στηρίζονται στον δυϊσμό των φαινομένων και νοουμένων, της φύσης και της ελευθερίας. O άνθρωπος του Κ., όπως o άνθρωπος του Πασκάλ, είναι διπλός: ταυτόχρονα αισθητός και νοητός. Ως αισθητό και φαινομενικό oν, υπόκειται στους νόμους της φύσης και είναι προσδιορισμένος. Ως νοητό ον, είναι ελεύθερος. Γενικά, όσο και αν μένει σκοτεινή η εξήγησή του για τις σχέσεις του αισθητού και νοητού χαρακτήρα μας, ο Κ. σκεπτόταν βαθύτερα ότι o άνθρωπος είναι λιγότερο υπεύθυνος για το τι κάνει παρά για το τι είναι, γιατί του ανήκει η εκλογή του εαυτού του. Η Κριτική της δύναμης της κρίσης αποβλέπει όχι βέβαια στο να συμφιλιώσει το αισθητό με το νοητό, αλλά να μελετήσει τα ενδιάμεσα μεταξύ τους: είναι μια κριτική των a priori στοιχείων και των κρίσεων σκοπιμότητας που εισέρχονται μέσα στην αισθητική κρίση, ενώ η εισαγωγή είναι μια έκθεση των κινήτρων που φέρνουν τη μελέτη της σκοπιμότητας σε προσέγγιση με τη φύση του ωραίου. Η ιδέα της σκοπιμότητας είναι ουσιώδης στον καντιανισμό, γιατί σημαίνει ότι το όλο καθορίζει τα μέρη. Δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί στο γνωστικό πεδίο, γιατί οδηγεί στην τέλεια γνώση του σύμπαντος. Αν όμως δεν έχει αντικειμενική υπόσταση, χρησιμεύει στη ρύθμιση της ικανότητας κρίσης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα οργανικά όντα που δεν γίνεται να αναπαρασταθούν χωρίς υπαγωγή των μερών στην ολότητα του οργανισμού. Η αναγκαιότητα αυτή της παράστασης έχει τουλάχιστον την αξία ότι υποδηλώνει την ανεπάρκεια της μηχανικής ενέργειας. Η σκοπιμότητα, εξάλλου, δίνει στην αισθητική κρίση τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Η αποστολή της τέχνης είναι να προσφέρει μια καθαρά υποκειμενική εμπειρία της ένωσης της φύσης και της ελευθερίας. Η τέχνη καθαυτή είναι απόλυτα ανιδιοτελής. Κάθε κρίση σχετικά με το ωραίο έχει τελολογική αξία, πραγματοποιεί δηλαδή μέσα στο υποκείμενο τον σκοπό του σύμπαντος, που είναι η τάση για ενότητα του πνεύματος. Έτσι γεύεται ο άνθρωπος τη χαρά να διακρίνει το καθολικό μέσα στο μοναδικό, χάρη στην αντήχηση του όλου μέσα σε κάθε μέρος. Μέσα στην αισθητική κρίση ο άνθρωπος ζει με την ολοκληρωτική συμφιλίωση όλων των δυνατοτήτων του (αίσθησης, φαντασίας, νόησης) και την πλήρη αρμονία τους: το αισθητό έχει πάρει νοητικό χαρακτήρα και το νοητό έχει αισθητοποιηθεί, η ελευθερία γίνεται φύση και η φύση ελευθερία. Ασφαλώς, η συμφωνία αυτή δεν έχει παρά υποκειμενική αξία: η αισθητική κρίση δεν είναι καθοριστική, αλλά διασκεπτική, δηλαδή λειτουργεί ως προς τον εαυτό της και όχι ως προς το αντικείμενο. Είναι όμως ενθαρρυντική για την αντικειμενική πραγματοποίηση αυτού που αποτελεί υποκειμενικό βίωμα. Οι αισθητικές Ιδέες συμβολίζουν τις λογικές Ιδέες. Η τέχνη, περικλείοντας μέσα της μια αυτάρκεια, αποτελεί σύμβολο της ηθικότητας. «Την πραγματική συμφιλίωση της φύσης και της ελευθερίας, που δεν μπορώ να γνωρίσω και την οποία η τέχνη ζει υποκειμενικά, μπορώ τουλάχιστον να την ελπίσω, και αυτή είναι η αποστολή της θρησκείας». Αυτό εξηγεί o Κ. στο τελευταίο μεγάλο έργο του Η θρησκεία στα όρια της απλής λογικής (1793). Το περιεχόμενο της θρησκείας είναι βασικά ηθικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι περιορίζεται στην ηθική. Πραγματικά, η θρησκεία είναι η υπερπήδηση του δυϊσμού, η ελπίδα ότι η συμφιλίωση της φύσης και της ελευθερίας είναι όντως πραγματοποιημένη από έναν νομοθέτη θεό. Η ελπίδα αυτή είναι το ίδιο το αντικείμενο της βαθύτερης ανθρώπινης θέλησης. Σε μια περίφημη διατύπωσή του, ο Κ. λέει ότι η θρησκεία αφορά «το πλήρες αντικείμενο της θέλησης». Το πλήρες αυτό αντικείμενο της θέλησης είναι η σύνθεση της αρετής και της ευτυχίας. Για την αξίωση αυτή δεν υπάρχει παρά μόνο ένα μέσο: η πράξη του καθήκοντος. Τα υπόλοιπα είναι δεισιδαιμονίες. Κατά κάποιον τρόπο, η θρησκεία αυτή συμπίπτει με τον χριστιανισμό. Διαφέρει, όμως, εξαιτίας της εμμονής στον ηθικισμό, γιατί o Κ. αποφεύγει την έννοια της χάρης· τον απασχολεί περισσότερο η προσπάθεια του ανθρώπου παρά η θεία βοήθεια. Η φιλοσοφία του Κ. είναι φιλοσοφία της πεπερασμένης φύσης του ανθρώπου. Μέσα, όμως, στον άνθρωπο εξαίρει τη νόηση, χάρη στην oποία μετέχει στο βασίλειο των σκοπών. Θεωρήθηκε ότι θέλησε να υποτιμήσει τη νόηση. Αυτό προέρχεται από παρανόηση, επειδή δεν δόθηκε σημασία στο ότι, αντίθετα, κατέκρινε τον παραδοσιακό ορθολογισμό, γιατί περιόρισε τη νόηση στη θεωρητική μορφή της. Η φιλοσοφία γίνεται τότε ένα είδος πνευματικού παιχνιδιού και αντιμετράται με την ύπαρξη. Στόχος της είναι «ο ολικός προορισμός του ανθρώπου». Γι’ αυτό και πρέπει να γίνει κατανοητή η περίφημη διατύπωση, μέσα στην οποία συνόψισε το ουσιώδες της σκέψης του: «Ήρθα να βάλω όρια στη γνώση για να αφήσω τόπο στην πίστη». Χειρόγραφη σελίδα από το βιβλίο του Ιμάνουελ Καντ «Για τη διαρκή ειρήνη» (1795). Δεξιά, προμετωπίδα της πρώτης έκδοσης του έργου του «Κριτική του καθαρού Λόγου». Ο Ιμάνουελ Καντ, θεμελιωτής του φιλοσοφικού κριτικισμού, που θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σύγχρονης σκέψης, σε πίνακα του Ντέμλερ. Μία άποψη της πόλης του Κένιξμπεργκ, της εποχής που ο φιλόσοφος Ιμάνουελ Καντ έζησε εκεί μία ήσυχη ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερβατικός — ή, ό / ὑπερβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] νεοελλ. 1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από τα όρια τής εμπειρικής γνώσης και μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνον στα πλαίσια τής καθαρής νόησης 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατικό (φιλοσ.) ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • Καλίνινγκραντ — (Kaliningrad). Πόλη (426.500 κάτ. το 1999) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (15.100 τ. χλμ., 943.200 κάτ.) που βρίσκεται στο δυτικό άκρο της Δημοκρατίας της Ρωσίας. Αποτελεί ένα είδος χερσονήσου που συνορεύει με την Πολωνία και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”